- λυπρότης
- λυπρότης, -ητος, ἡ (Α) [λυπρός]1. αθλιότητα, φτώχεια, πενιχρότητα2. (για τη γη) αγονία, αφορία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λυπρότης — wretchedness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυπρότητα — λυπρότης wretchedness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυπρότητος — λυπρότης wretchedness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)